λεπτόδεσμα

λεπτόδεσμα
το
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος δίθυρων μαλακίων που έζησε από το σιλούριο ώς το μισσισιπιάνιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”